- κειμηλιάρχης
- κειμηλιάρχηςtreasurermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κειμηλιάρχης — και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης) ο φύλακας κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης / ναύ αρχος] … Dictionary of Greek
κειμηλιάρχην — κειμηλιάρχης treasurer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CIMELIARCHA — in Collatione factâ Constantinop. sub Iuliano, Vir vener abilis Eusebius Presbyter et Cimiliarcha sanctissimae maioris Ecclesiae: Κειμηλιάρχης, in l. fin. §. 1. Cod. de Bon. auctor. iudic. possid. et Nov. 40. §. 1. Κειμηλιοφύλαξ, in Concil.… … Hofmann J. Lexicon universale
VAS, ASIS — a vescendo, quod in eo vescae ponantur, Eruditis dictum est. Iis fictilibus antiqua simplicitas usa est, neque in pauperioribus tantum aedibus, sed et in opulentiorum conviviis, imo et in Deorum fanis ac sacrificiis sollemnibus, quemadmodum et… … Hofmann J. Lexicon universale
κειμηλίαρχος — ο βλ. κειμηλιάρχης … Dictionary of Greek
κειμηλιαρχείο — το (Α κειμηλιαρχεῑον και κειμηλιάρχιον) [κειμηλιάρχης] αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια … Dictionary of Greek
κειμηλιοφύλαξ — κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α) ο κειμηλιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ] … Dictionary of Greek
σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… … Dictionary of Greek